Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Τσίου !!






 * * * *

Λωτρεαμόν




" Θα φυσήξω πρώτα τη μύτη μου, γιατί το έχω ανάγκη, και μετά, με την υπερβολική του χεριού μου βοήθεια, την πένα, που τα δάχτυλά μου είχανε αφήσει να πέσει, θα ξαναπιάσω.


... Τούτο να ξέρετε: η ποίηση βρίσκεται παντού, όπου δεν είναι το ηλιθιωδώς σκωπτικό χαμόγελο του ανθρώπου με το σουλούπι πάπιας. "



Comte de Lautréamont     


Mτφρ.: μισή Γιάννης Ευαγγελίδης, μισή Δ. Πουλικάκος 

 Σεργκέϊ Γιεσένιν  








"Δε πά να λένε για τα μένα:
ποιητής!
Όπως εσύ, αγέρα μου ξεμυαλισμένε,
έτσι κι' εγώ: αλήτης θε να μείνω".

Αλέξανδρος Σχινάς


ΤΟ ΑΝΘΟΣ

Αυτό το άνθος δεν πρέπει νάτανε για μας
Εμείς κατηναλώσαμεν ολόκληρον τον χρόνον της ημέρας μας
Σε αφελείς και αδέξιες επιδόσεις.
Ατημέλητοι, με το χέρι στην τσέπη, περιπλανήθημεν

Ανά τους δρόμους και τας πλατείας αυτής της πόλεως.
Ιδανικά αδιάφοροι, εγκαταλείψαμε την προσοχή μας
Σε κάθε λογής επουσιώδεις περισπασμούς.
Σπαταλήσαμε απερίσκεπτα την περιουσία μας,
Αγοράζοντας και μασουλώντας συνεχώς
Στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια!
Είναι, νομίζομεν, περιττό να τονισθή
Ότι απέσχομεν από κάθε σκέψη σχετική με συστηματικάς δραστηριότητας
Ή, πόσω μάλλον, με ιπποτικά κατορθώματα
Ή ιδανικούς έρωτες και τα παρόμοια.
Κυρίως ειπείν: απέσχομεν από πάσαν σκέψιν!
Αυτό το άνθος, επομένως, δεν πρέπει νάτανε για μας.
Γιατί, όταν περί το μεσονύκτιον, επιστρέφοντας,
Διερχόμεθα από εκείνον τον ημίφωτο δρομάκο,
Όταν, λέγω, πίσω από τα βαριά παραπετάσματα
Του υψηλοτέρου παραθύρου ενός παμπάλαιου μεγάρου
Πρόβαλε κείνο το αβρό παρθενικό χεράκι
Και μας το επέταξε τρέμοντας,
Εμείς, όλως ανέτοιμοι και αναρμόδιοι ως είμεθα,
Το αρπάξαμε μηχανικά στον αέρα
Και το φάγαμε -
Το άνθος! Καταλαβαίνετε;
Το φάγαμε, το μασουλήσαμε και αυτό,
Με την ίδια ακριβώς ανευθυνότητα
Που όλη τη μέρα μασουλούσαμε
Στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια!..
Ώ! ασφαλώς, ασφαλώς!
Αυτό το άνθος δεν πρέπει,
Δεν μπορεί να ήτανε για μας!





Τ ρ ο ύ μ π λ ε ς

"Η περίστασις επιβάλλει ψυχραιμία,                                 

οξυδέρκεια                  
             
                             και αλκοόλ!"




(*) η ατάκα είναι του Μπρεχτ, απ' το "Ο αφέντης Πούντιλα και ο υπηρέτης του ο Ματτί"

Μάριος Χάκκας



[ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΕ ΤΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΑΣΤΕΡΙ ]

"...Κατέληξα, λοιπόν, κατά των ανθέων κι' αποφάσισα να μεταδώσω αυτές τις απόψεις με τα δικά μου εκφραστικά μέσα, άτσαλα βέβαια και κάπως χοντρά. Δεν φταίω εγώ αν η ιδιοσυγκρασία μου με οδηγεί στην αμεσότητα, κι' έπειτα δεν είμαι ποιητής, ούτε καν πεζογράφος."

"...Α σιχτίρ! Μόνο τα παιδιά, τα παιδιά να φάνε λουκούμι."

"...Γι' αυτό αναφέρθηκα στην αρχή σε κάτι φιόγκους (το αυγουλάκι τους και μάλιστα φρέσκο) που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δεν δώσανε γι' αυτή την υπόθεση σταγόνα αίμα. Δεν γίνεται. Δεν γίνεται."

"...Ακούω μουσικές κι' ευφραίνομαι, τα κουρασμένα κοκαλάκια μου αγάλλονται.
Κοίταξε, κοίταξε στο πρόσωπό μου καθρεφτίζεται η καθαρή μου καρδιά κι' από μέσα βαθιά μου αναδύεται το ντόμπρο μου πνεύμα.
Μη βάζεις εμπόδιο το πρόσωπό σου, άφησέ με να δω και πέρα απ' αυτό."

"...Μήπως υπήρξα και πριν να θέλω να υπάρξω μετά; Κι' αν θα υπάρξω, δεν θα οφείλεται στα γραφτά μου, αλλά στις πράξεις μου, στα κορίτσια που χάϊδεψα, στους φίλους που φίλεψα παρηγοριά κι' εγκαρτέρηση, για όσο καιρό φυσικά θα υπάρχουν κι αυτοί. Κι' όταν θα βρίσκονται μαζεμένοι παρέα οι φίλοι, θα μου βάζουν κι εμένα ποτήρι, κι' όπως κάποιος θα ρίχνει μια βόλτα στο σημείο που η πλάκα θα λέει:
Το κλαίμε όλοι μας μαζί
το πιο λεβέντικο καλό παιδί, 
ένας άλλος θα φωνάζει το γνωστό 'καλά στέφανα', κι' αυτό ας είναι για μένα ένα είδος μνημόσυνο, όχι βέβαια φιλολογικό, μάλλον μια ζωντανή παρουσία που λένε, μια δικαίωση πως κάνοντας προς τα δω 'για κείνο το πράμα', μπορεί να μη το βρήκα αλλά πάντως κάτι άφησα πίσω μου".





Μάριος Χάκκας,
ο επονομαζόμενος "η φλεγόμενη και δη κινούμενη βάτος"



Oscar Milosz 


ΧΟΡΟΣ ΜΑΪΜΟΥΣ

Με τις στροφές μιας ξελογιάστρας φτωχομουσικής,
τις πεταχτές κι' αλαφιασμένες - ενώ πέφτει
σάπια βροχή
Πήδα, ψυχή μου, πήδα, γέρικη μαϊκού του οργανοπαίχτη

Γριά μαδημένη, πονηρή, ζωντόβολο ρωμαντικό, περιπαθές.
Με την ξεφυλλισμένη φθινοπωρινή σου ουρά, φανταχτερά στριμένη
σαν ένα ερωτηματικό στον άδειο ουρανό του δειλινού
Τα δάκρυά σου σκούπισε, ερωτιάρα, γελοία, μελαγχολική μαϊμού
Μαϊμού ψωριάρα της νεκρής αγάπης, των χαμένων ημερών μαϊμού ξεδοντιασμένη.

Ακόμα, ακόμα ένα σκοπό!
Εκείνον που μυρίζει καπνούς από τσιγάρα,
προάστειο λεπρό, πανηγύρι στο φθινόπωρο κι οσμές βαρειές των τηγανιών
Για να γελάσουν οι κοπέλλες που δεν χόρτασαν καλά, - ω ισχνή
φριχτή, βρωμιάρα, οικτρή, επιληπτική μαϊμού,
άδολο ζώο των νοσταλγιών!

Ακόμα ένα σκοπό, τον τελευταίο, αλίμονο!
Και να 'ναι κείνο το φτωχό
βαλς του ποτέ, των πεθαμένων κλεφτών requiem, μια μουσική σε ηχώ
Που λέει: αντίο θύμησες, καρύδες ινδικές κι' αγάπη!
Ενώ η φτωχή βροχή κάνει γλουγλού μέσ' στην παλιά βαρειά λάσπη.

Μτφρ.*: Μήτσος Παπανικολάου